ηλιοστάλαχτος

ηλιοστάλαχτος
-η, -ο
1. αυτός που σταλάζει ηλιακές ακτίνες, ο πάμφωτος.
2. μτφ., ο πολύ ωραίος, που αστράφτει από ομορφιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηλιοστάλακτος — και ηλιοστάλαχτος, η, ο (Μ ἡλιοστάλακτος, ον) 1. αυτός που σταλάζει ηλιακές ακτίνες, ο λαμπερός («χαῑρε Νύμφη ἡλιοστάλακτε») 2. ο πάρα πολύ όμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + στάλακτος (< σταλάζω), πρβλ. α στάλακτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”